- άγευστος
- -η, -ο (Α ἄγευστος, -ον)1. αυτός που δεν έχει γεύση2. αυτός που δεν έχει ωραία γεύση, ανούσιος, άνοστος3. αυτός που δεν δοκίμασε, που δεν γνώρισε κάτι, άπειρος, ανίδεοςαρχ.1. αυτός που δεν γεύεται ή δεν γεύτηκε κάτι2. νηστικός3. αυτός που δεν τόν γεύτηκε κανείς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + *γεύσ-ομαι τού γεύομαι.ΠΑΡ. μσν. ἀγευστία].
Dictionary of Greek. 2013.